Πτελεόν — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πτελεοῦ — Πτελεόν neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πτελεῶν — Πτελεόν neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πτελεῷ — Πτελεόν neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПТЕЛЕЙ — • Pteleum, Πτελεόν (Ноm. Il. 2, 697), гавань в фессалийской области Феотиде (= Фтиотиде), на юго западном краю Пагасского залива, метрополии города Πτελεόν в Трифилии (Элиде, Ноm. Il. 2, 594); в 171 г. до Р. X. был разрушен римлянами… … Реальный словарь классических древностей
λεχεποίης — λεχεποίης, ό, θηλ. λεχεποίη (Α) αυτός που έχει άφθονη χλόη για την κατασκευή στρωμάτων (α. «Ἄσωπον δ ἵκοντο βαθύσχοινον λεχεποίην», Ομ. Ιλ. β. «ἀγχίαλόν τ Ἀντρῶνα ἰδὲ Πτελεὸν λεχεποίην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεχεσ ποίης < λέχος + ποιῶ] … Dictionary of Greek